Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απότροχος — ἀπότροχος, ο (Α) τρέξιμο … Dictionary of Greek
ἀποτρόχου — ἀπότροχος race course masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρόχων — ἀπότροχος race course masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)